- ασθενοφόρος
- ος , ον предназначенный для транспортировки больных;
ασθενοφόρος άμαξα — или τό ασθενοφόρον — машина скорой помощи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασθενοφόρος άμαξα — или τό ασθενοφόρον — машина скорой помощи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασθενοφόρος — ο(ν) 1. ο χρήσιμος για τη μεταφορά ασθενών 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. ασθενοφόρο … Dictionary of Greek
ασθενοφόρος — α, ο αυτός που μεταφέρει τους ασθενείς: Ήρθε το ασθενοφόρο να πάρει τον άρρωστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… … Dictionary of Greek